Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

συμπληρώνω (ένα ποσό)

См. также в других словарях:

  • προσπληρώ — όω, Α 1. συμπληρώνω ένα ποσό ή έναν αριθμό 2. (το μέσ. και το ενεργ.) (ιδίως σχετικά με πλοία) συγκροτώ τα πληρώματα και τά εξοπλίζω ακόμη πιο πολύ, εξαρτίζω και επανδρώνω περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πληρῶ «γεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • μπιτίζω — 1. φέρνω κάτι εις πέρας, αποτελειώνω, περατώνω («μπίτισα τις δουλειές μου») 2. συμπληρώνω, καλύπτω ένα ορισμένο ποσό 3. (αμτθ.) τερματίζομαι, περατώνομαι, τελειώνω («μπίτισαν οι διακοπές») 4. ξοδεύομαι, εξαντλούμαι, φθάνω στο τέλος («μπιτίσανε τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»